- προπαραλήγω
- ΜΑ [παραλήγω]1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.)βλ. προπαραλήγουσα2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαιδηλώνει τον σχηματισμό τής παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» — η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν).
Dictionary of Greek. 2013.