προπαραλήγω

προπαραλήγω
ΜΑ [παραλήγω]
1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.)
βλ. προπαραλήγουσα
2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαι
δηλώνει τον σχηματισμό τής παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» — η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • προπαραλήγουσα — η, ΝΜΑ γραμμ. η τρίτη συλλαβή μιας λέξης από το τέλος της προς την αρχή της, η οποία αποτελεί και την οριακή συλλαβή για τον τονισμό τών λέξεων τής Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τής μτχ. ενεστ. τού προπαραλήγω (< προ * + παραλήγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”